Μοναξιά σε μια Ομιχλώδη Ακτή |
Πέρασα τη ήσυχη ζωή μου
στους πρόποδες του άγριου βουνού,
κρυμμένος ανάμεσα σε πάπυρους
και σε φθαρμένα κείμενα.
Η πρώιμη προφητεία του πατέρα μου
για μένα ήτανε πολύ σκληρή.
“Δεν είσαι γεννημένος για τα ύψη,”
μου είπε όταν ήμουνα μόλις εφτά.
Πολλοί περάσαν την καλύβα μου,
μερικοί σταμάτησαν για λίγο, αλλά
κανείς δεν έμεινε ποτέ.
Το δόλωμα της κορυφής ήτανε πάντα
πολύ ισχυρό.
Πόσο ζήλευα αυτούς που είχαν
τέτοια θέληση—
ανθρώπους με χάρτες, σχέδια, και πυξίδες
μα τώρα πόσο τους τους λυπάμαι.
Την εποχή της τελευταίας καταιγίδας,
ήρθε καβάλα σε μια τίγρη με άσπρες
και κίτρινες γραμμές.
Φορούσε γιρλάντες από ιβίσκους στο λαιμό
και ένα στέμμα από αχτίνες και τραγούδια
που 'χε φτιάξει στη γενέτειρα του ήλιου.
Απελπισμένος, αγνόησα τη γνώμη
των σοφών παππούδων του χωριού
και γονατιστός την ικέτευσα να μείνει.
Αντάλλαξα τα δίχτυα μου για ένα τουφέκι
όμως εκείνη μου ζητάει το σπασμένο
καθρεφτάκι που μου 'χε χαρίσει ένας
φτωχούλης στη φαβέλα.
Με χλευάζει άγρια και με λέει άπορο.
Σπαρταράμε σε 'να ξύλινο κρεβάτι
για σαράντα μερονύχτια, οι μηροί της
ένας δρόμος ζωντανής ακολασίας
και οι ρώγες της σαν φράουλες τον Ιούνη.
Αύριο όμως πρέπει να σκαρφαλώσω
το βουνό, αλλιώς σαν όλες οι άλλες
που 'ρθαν πριν και αυτή θα με αφήσει.
Ολόκληρη τη νύχτα με βασανίζει η σκέψη
ότι το πρωί θα ανακαλύψω πως οι ιστορίες
για άγρια τέρατα που μαίνονται στην κορυφή,
ποτέ δεν ήταν τίποτα παρά μονάχα μύθος.
το βουνό, αλλιώς σαν όλες οι άλλες
που 'ρθαν πριν και αυτή θα με αφήσει.
Ολόκληρη τη νύχτα με βασανίζει η σκέψη
ότι το πρωί θα ανακαλύψω πως οι ιστορίες
για άγρια τέρατα που μαίνονται στην κορυφή,
ποτέ δεν ήταν τίποτα παρά μονάχα μύθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου