Image Design: Alex Delart |
με το ανοιχτό του φέρετρο
στους σκυφτούς τους ώμους,
οι νεκροπομποί σκοντάφτουν
παγωμένοι μες 'τη λάσπη.
Η λιλά πομπή ανηφορίζει μέσα
στα πένθιμα σοκάκια του χωριού
και ένας επικήδειος, ντυμένος μες
στα μαύρα, σιγοκλαίει στο θυμιατήρι.
Όταν έκλεισε τα μάτια του
στις τρεις το δειλινό στη ζοφερή
σκιά του θρήνου ενός νάνου,
μια πεταλούδα μπερδεμένη από
το φωτεινό φεγγάρι του μεσημεριού,
κάθισε στο πάνω χείλος του.
Ξαπλωμένη στο λεκιασμένο του μουστάκι
και με μάτια όλο σαγήνη τραγουδούσε
το ταγκό "La Cumparsita,“ με συνοδεία
τρεις φωνές τσιγγάνων με κιθάρες.
Η μάνα του ουρλιάζοντας σαν σκυλί
παρατημένο, τον φώναξε με το κρυφό
του όνομά—ένα όνομα που κανείς δεν είχε
ακούσει από τότε που 'χε
γεννηθεί ο γελαστός της γιος.
Ο πάτερ έτρεξε στο σπίτι
της ατέλειωτης μιζέριας αλλά μόνο
πρόφτασε να δει δυό στρατιώτες
να σβήνουν το όνομά του
από μια λίστα του στρατού,
και το πρωτότοκο παιδί της νύχτας
να ξεφεύγει στο σκοτάδι σαν μια
μικρή πεταλουδίτσα με κίτρινα φτερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου