Ένας Χαμαιλέοντας Πάνω στο Φεγγάρι |
Έχω ξαναπερπατήσει σ' αυτό
το μονοπάτι, η μυρωδιά του
είναι γνωστή—είναι η μυρωδιά
των αμαυρωμένων όρκων.
Το σκουριασμένο δαχτυλίδι
που φοράει, μολύνει το νερό
της βρύσης και οι λεύκες
στο δρόμο του σπιτιού της
μιλούν σε ξένη γλώσσα.
H ποιήτρια φουντωμένη
κρύβεται στο ροζ δωμάτιο της
μ' ένα ροδαλό μονόκερο
που κρατεί αιχμάλωτο για λύτρα
από την ημέρα που έγινε γυναίκα.
Το σύμπαν της τότε ήτανε ένας
γυαλιστερός καθρέφτης ώσπου
κάποιος μυστήριος τροβαδούρος
έριξε μια πέτρα στο πηγάδι
και το Κάμελοτ της χάθηκε
στα ταραγμένα του νερά.
Ο μονόκερος κι κοπελιά
σε μια παράφορη ηδονή
παρακολουθούν δυό χαμαιλέοντες
στα σκληρά στήθη της σελήνης
και αυνανίζονται στο ρυθμό
μιας μουσικής που η νεαρή ποιήτρια
ισχυρίζεται την σύνθεσε πριν χρόνια.
Ο θλιμμένος ποιητής, πνιγμένος
στο πράσινο φως του φεγγαριού
της απαγγέλλει τολμηρά ποιήματα
και ικετεύει το ανόητο κορίτσι:
"ποτέ μην κλείνεις τα πράσινα σου μάτια."
Μα αυτή φαντάζεται ο μονόκερος
είναι ο νέος της εραστής
όμως ξέρει ότι μόνο νοιώθει ζωντανή
σαν μαίνεται και ουρλιάζει του ποιητή
πέρα από τη κοχλασμένη λίμνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου