Οι Εραστές Αγκαλιάζονται στη Λάσπη |
Η ποιήτρια, με αχαλίνωτες ορμές
και μυρωδιά από σπουργίτες
στα μισόκλειστα της χείλη,
καλπάζει προς το ποταμό καβάλα
στο κόκκινο μουλάρι του οικονόμου.
Φανερώνει τα τέλεια της άσπρα δόντια
και μανιασμένη κατατρέχει την ευσέβεια
του γέρο-κυνηγού των κουνουπιών.
Κλαψουριζοντας, το θύμα της
σαλπάρει στην στείρα του σχεδία,
μέχρι να τη βρει να κολυμπά γυμνή
φορώντας μόνο ένα κουδούνι με
μοδάτες αλυσίδες στο λαιμό της.
Κάτω από μια λεύκα, οι ποιητές
απολαμβάνουνε τη νοστιμιά της ήττας
και περιφρονούν το αφέγγαρο τοπίο
της προκοπής.
Οι ατέλειωτοι τους στίχοι,
σπαρταράνε με τα μπλε τραγούδια
των σφηκών σ’ ένα ακόλαστο
κρεβάτι από ξερές πευκοβελόνες.
Βυθισμένη πια στον βάλτο
φτερουγίζει στα σκληρά του χέρια
και φωνάζει του εραστή της:
"σπρώξε με κάτω και σπρώξε με κάτω
μέχρι να γευτώ στο στόμα μου τη λάσπη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου