Pirates Gambling for Maidens |
I.
Ο Βοριάς σταυρώνει εξοργισμένο,
τη φουσκωμένη θάλασσα και μαστιγώνει
ανέλεα τη τρομαγμένη γη μας.
Παγωμένες κορυφές βουνών
δεσπόζουνε στο βάθος και ο Μαυριτανός
σαν λυσσασμένος σκύλος, ουρλιάζει
ασταμάτητα στο Γιαλό του Δαιμονιάρη.
Άφοβοι πολεμιστές των πέντε και τον έξι
κρύβονται στο σχολείο μέχρι
να τελειώσει η τρομαγμένη τούτη μέρα.
Όταν επιτέλους χτυπήσει το κουδούνι,
λασπωμένες μπότες και λιωμένα παντελόνια
ξεχύνονται θαρραλέα στα στενά σοκάκια
και στους δρόμους.
Ο Αρχάγγελος μ’ ένα κοφτερό σπαθί
στο χέρι, στέκεται στο καμπαναριό
τόσο ψηλά που το κεφάλι του ακουμπά
στου Θεού τα πόδια.
στο χέρι, στέκεται στο καμπαναριό
τόσο ψηλά που το κεφάλι του ακουμπά
στου Θεού τα πόδια.
Το νεκροταφείο με τα σκουριασμένα κάγκελα
και τους ψίθυρους των άσαρκων κρανίων
είναι στα σίγουρα η μαύρη πύλη για τον Άδη.
Σκιές καραδοκούν στα σκοτεινά ψάχνοντας
να βρουν ένα παιδί και μια μπουκάλα αίμα.
και τους ψίθυρους των άσαρκων κρανίων
είναι στα σίγουρα η μαύρη πύλη για τον Άδη.
Σκιές καραδοκούν στα σκοτεινά ψάχνοντας
να βρουν ένα παιδί και μια μπουκάλα αίμα.
Σαν φτάσω τελικά στο πήλινο μας σπίτι
ο παππούς μου μανταλώνει όλες τις πόρτες
και ξορκίζει μακριά τα λόγια των κρανίων.
ο παππούς μου μανταλώνει όλες τις πόρτες
και ξορκίζει μακριά τα λόγια των κρανίων.
II.
Αργά το βράδυ, μισοκοιμισμένος
κάθομαι δίπλα στη φωτιά
κάθομαι δίπλα στη φωτιά
και ακούω τον παππού να λέει
το παραμύθι του αιμοβόρου Αράπη:
Πριν χρόνια και ζαμάνια
μια νυχτιά όλο σκοτάδι και βροχή
μαύρα πανιά φθάσανε στη γη μας
με μαύρες νεκροκεφαλές στη πλώρη.
μια νυχτιά όλο σκοτάδι και βροχή
μαύρα πανιά φθάσανε στη γη μας
με μαύρες νεκροκεφαλές στη πλώρη.
Oι άντρες κλείδωσαν τις πόρτες,
κάνανε προσευχή στον Κύριο
κι ετοιμαστήκαν να πεθάνουν.
κάνανε προσευχή στον Κύριο
κι ετοιμαστήκαν να πεθάνουν.
Η θύελλα μαίνεται ανελέητα και η νύχτα
αντηχεί από κραυγές και ουρλιαχτά.
Βλέπω γίγαντες να παλεύουνε στους τοίχους
και το δωμάτιο έχει γεμίσει μυρωδιά
καμένης σάρκας.
αντηχεί από κραυγές και ουρλιαχτά.
Βλέπω γίγαντες να παλεύουνε στους τοίχους
και το δωμάτιο έχει γεμίσει μυρωδιά
καμένης σάρκας.
Ο Αράπης λαχταρώντας
ανέγγιχτα μικρά παιδιά
ήρθε στο χωριό μας
να σκοτώσει και να βιάσει.
ανέγγιχτα μικρά παιδιά
ήρθε στο χωριό μας
να σκοτώσει και να βιάσει.
Μάνες και πατέρες
ξεψυχούν σε λίμνες αίμα
κι αθώα κορίτσια και αγόρια
κλαίνε στα χωράφια
και σε σκοτεινές σπηλιές.
ξεψυχούν σε λίμνες αίμα
κι αθώα κορίτσια και αγόρια
κλαίνε στα χωράφια
και σε σκοτεινές σπηλιές.
Ξαφνικά θειάφι και φωτιά
και άγγελοι οργισμένοι
ξεχύνονται κάτω στη γη.
Ο προστάτης Άγγελος μας
καβάλα σε μια φλόγα
στέκεται στο καμπαναριό.
Σαν αστραπή κατεβάζει
το σπαθί του στο σβέρκο
του χυδαίου Αράπη και σέρνει
το σπαρταριστό κορμί του
στο γιαλό του Δαιμονιάρη.
III.
Το πρωί ο ήλιος του Φλεβάρη
ανατέλλει άρρωστος και χλομιασμένος.
Οι γεωργοί τραβούνε αλέτρι στα χωράφια
και οι βοσκοί σκαρφαλώνουν στα βουνά.
Οι ψαράδες κάθονται στην προκυμαία,
καπνίζουνε στριφτά τσιγάρα κι αφηγούνται
ιστορίες για όσους πήγαν να ψαρέψουν
μα ποτέ δεν γύρισαν.
καπνίζουνε στριφτά τσιγάρα κι αφηγούνται
ιστορίες για όσους πήγαν να ψαρέψουν
μα ποτέ δεν γύρισαν.
Οι πεθαμένοι πια δεν ψιθυρίζουν,
τα χιόνια στο βάθος του βορρά έχουνε
λιώσει και ο Αράπης κλαψουρίζει
ασταμάτητα στο γιαλό του Δαιμονιάρη.
τα χιόνια στο βάθος του βορρά έχουνε
λιώσει και ο Αράπης κλαψουρίζει
ασταμάτητα στο γιαλό του Δαιμονιάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου