Πάθος στην Ακροθαλασσιά |
Κάθε μεσημέρι μέσα στην οσμή του μισολιωμένου ασφάλτου, πήγαινα να βρω μια μικρή οφθαλμαπάτη να ξαπλώνει ξένοιαστα δίπλα στο νερό.
Μας δέσμευε μαζί η αρχαία λααογραφία
της γης μας, εγώ ο πρωτόγονος γιός της
θάλασσας, καιγόμενος, πάντα ανήσυχος
και αυτή η πολύτιμη κόρη του Μαγιού.
Ντυμένη με μια γαλάζια υφαντή ποδιά,
έφθανε στις δυό το κάθε δειλινό
με φύλακες τους ιερούς ψαλμούς
και τα παμπάλαια υμνολόγια της γενιάς μας.
Για πολλές ώρες τη κοιτούσα
νάνε χαμένη στο όνειρο, μέχρι που
σχεδόν μπορούσα να γευτώ το αλάτι
στους ηλιοκαμένους της μηρούς.
Το πάθος της
παιδευμένης μας ορμής—
τρώγαμε γλυκά
βερίκοκα και σύκα
πλέοντας σε
μια σχεδία που δανειστήκαμε
χωρίς άδεια
από έναν τυφλό τραγουδιστή.
Οι
γέροντες—έξαλλοι και μανιασμένοι—
μας κάρφωσαν
χωρίς έλεος στο σταυρό
για μια τέτοια
μεγάλη αμαρτία της νιότης.
Κυνηγημένοι, κάναμε
προσευχή για μας
και το Χριστό
και βρήκαμε καταφύγιο
στις έρημες σπηλιές
της θάλασσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου