Οι Αδελφοκτόνοι: Ο Κάιν και ο Άβελ |
με τα μαύρα κατσαρά τους γένια
και τα μαχαίρια τους αμβλύ
από τους τόσους ακατανόητους φόνους,
είναι εξοργισμένοι εκτός ορίων.
Ποτέ δεν είχανε κερδίσει κάτι
για τη πολύχρονη πιστή δουλειά τους
και για μια τέτοια αδικία, ένας ναύτης
πρέπει απόψε να πεθάνει.
Ο αστυνομικός της πόλης
—κοιμισμένος σε μια κοντινή καλύβα—
ονειρεύτηκε το θάνατο του νέου
αλλά ήτανε δεμένος στο σιδερένιο του
κρεβάτι με δειλία και φόβο.
Οι τούφες των ξανθών μαλλιών του
και λίμνες αίμα βυσσινί βάφουνε το δρόμο.
Ένα κοράκι μ’ ένα καβαλέτο,
κάθεται πάνω στο χλωμό φεγγάρι
και με μια μαύρη βούρτσα ζωγραφίζει
το θάνατο του αθώου ναύτη.
Ο πόνος ξεψυχά στα μπλε του μάτια,
κάμπιες και σκουλήκια σέρνονται
στο ανοιχτό του στόμα και ένας μυτερός
ογκόλιθος ακουμπάει στον κρόταφό του.
Το πρωί ψίθυροι γέμισαν τους δρόμους.
Λίγοι είπανε πως ο ναύτης ήτανε προδότης,
οι πιο πολλοί όμως το ξέρουν, οι στρατιώτες
σκότωσαν τον νέο γιατί τα μαλλιά του ήταν ξανθά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου