Θάνατος |
Οι ψάλτες ψάλουν πένθιμα
τρεμοσβήνουν τα κεριά
και το κήρυγμα του πάτερ
γεμίζει την εκκλησία σκοτάδι.
Για να βρω παρηγοριά, γυρίζω
την ματιά μου προς το Άγιο μας
μα ο Αρχάγγελος έχει αλλάξει.
Έχει βγάλει τη χρυσή του πανοπλία
και τώρα κρατά στα χέρια του
ένα καλάθι και ένα κοφτερό δρεπάνι.
Σηκώνεται σιωπηλά—
ήρεμη, χλωμή, και απόμακρη.
Κάτω από το βλέμμα των αγίων
τυλίγεται στο κίτρινο φως της εκκλησίας
και στο καπνό των φύλλων της ελιάς.
Σπρώχνω και βιάζομαι να πάω κοντά της.
"Αλαφροΐσκιωτος," ψιθυρίζουνε πολλοί.
Χέρι με χέρι, βγαίνουμε έξω στην αυλή
στο φλογισμένο καύσωνα του Ιούλη.
Τα τζιτζίκια απεγνωσμένα, σταμάτησαν
να τραγουδούν κι ο γκρίζος ανεμόμυλος
με ανοιχτά τα κοκαλιάρικα του χέρια
εκλιπαρεί τον Κύριο, μα ο Ιεχωβάς σιωπά.
Απελπισμένος, κοιτάζει το καμπαναριό και βλέπει
δεκαπέντε περιστέρια να το βάφουν μαύρο.
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο τοιχάκι
ατενίζουμε το κάμπο—
ξερό και φορτωμένο με σιτάρι.
Πιο πέρα, βλέπουμε τις δεκατρείς
τρεμοσβήνουν τα κεριά
και το κήρυγμα του πάτερ
γεμίζει την εκκλησία σκοτάδι.
Για να βρω παρηγοριά, γυρίζω
την ματιά μου προς το Άγιο μας
μα ο Αρχάγγελος έχει αλλάξει.
Έχει βγάλει τη χρυσή του πανοπλία
και τώρα κρατά στα χέρια του
ένα καλάθι και ένα κοφτερό δρεπάνι.
Σηκώνεται σιωπηλά—
ήρεμη, χλωμή, και απόμακρη.
Κάτω από το βλέμμα των αγίων
τυλίγεται στο κίτρινο φως της εκκλησίας
και στο καπνό των φύλλων της ελιάς.
Σπρώχνω και βιάζομαι να πάω κοντά της.
"Αλαφροΐσκιωτος," ψιθυρίζουνε πολλοί.
Χέρι με χέρι, βγαίνουμε έξω στην αυλή
στο φλογισμένο καύσωνα του Ιούλη.
Τα τζιτζίκια απεγνωσμένα, σταμάτησαν
να τραγουδούν κι ο γκρίζος ανεμόμυλος
με ανοιχτά τα κοκαλιάρικα του χέρια
εκλιπαρεί τον Κύριο, μα ο Ιεχωβάς σιωπά.
Απελπισμένος, κοιτάζει το καμπαναριό και βλέπει
δεκαπέντε περιστέρια να το βάφουν μαύρο.
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο τοιχάκι
ατενίζουμε το κάμπο—
ξερό και φορτωμένο με σιτάρι.
Πιο πέρα, βλέπουμε τις δεκατρείς
μιμόζες που ανθίσαν ντροπαλά τον Μάη.
Με αγκαλιάζει και μου λέει λυπημένα:
"Ήμασταν τότε τόσο ευτυχισμένοι!"
Βυζαντινοί ψαλμοί και άσματα
αντηχούν λυπητερά στον στειρωμένο κήπο.
Η μυρωδιά του δεντρολίβανου όλο γίνεται
πιο δυνατή και τα χείλη της έχουνε πάρει
μια θλιβερή απόχρωση του μπλε.
Δεκαπέντε περιστέρια πιάνουνε το κλάμα
κι τέσσερις νεκροπομποί κατεβάζουνε
το φέρετρο της στον φρεσκοσκαμμένο τάφο.
Με αγκαλιάζει και μου λέει λυπημένα:
"Ήμασταν τότε τόσο ευτυχισμένοι!"
Βυζαντινοί ψαλμοί και άσματα
αντηχούν λυπητερά στον στειρωμένο κήπο.
Η μυρωδιά του δεντρολίβανου όλο γίνεται
πιο δυνατή και τα χείλη της έχουνε πάρει
μια θλιβερή απόχρωση του μπλε.
Δεκαπέντε περιστέρια πιάνουνε το κλάμα
κι τέσσερις νεκροπομποί κατεβάζουνε
το φέρετρο της στον φρεσκοσκαμμένο τάφο.
Ένα ποίημα στη σειρά δεκατρείς μεταξωτές μπαλάντες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου