Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα |
Στο Alfacar,
κάτω από τη σκιά μιας λεύκας,
τα θυμωμένα όπλα ξαποστάζουν.
Ο ποιητής είναι νεκρός.
Χωρίς ανάσα σε ένα άδειο φέρετρο
μοιρολογά τον Ιγνάθιο.
Στις πέντε το απόγευμα
δυό στριμμένα κόρακες
—γιοί ενός μακάβριου φεγγαριού—
πήραν την ψυχή του βάρδου.
Τα πλήθη θρηνούν τo ταυρομάχο,
μα ποιος θα θρηνήσει τον ποιητή
και ποιος θα δώσει καταφύγιο
στα ποιήματά του;
Η Κόρδοβα θα δώσει καταφύγιο
στα ποιήματά του, αντηχούνε πένθιμα
οι κοιλάδες της θλιβερής Ανδαλουσίας.
Το φεγγάρι βαριεστημένο με τη Γρανάδα,
τα πλήθη της, τους θρήνους και τα δάκρυά της
σαλπάρει για την Κόρδοβα.
Ανεβαίνοντας στον ουρανό, καταβροχθίζει
όλες τις φωνές που μοιρολογούν το ταυρομάχο.
Από τον άδειο τάφο, ο ποιητής
αρχίζει να απαγγέλλει το ποίημά του:
Το Ποίημα Του Νεκρού Ποιητή
Ο Αφηγητής:
Κάποτε, πριν από πολύ καιρό,
όταν η λαγνεία ήτανε το ίδιο με αγάπη,
μια τσιγγάνα πήρε εραστή τον διάβολο.
Μαζί κάνανε ένα κορίτσι.
Στα δεκαπέντε της, οι άγριες μαύρες μπούκλες της,
τα παιχνιδιάρικα της χείλη και τα σφιχτά της στήθια,
τρελαίνανε τους άντρες.
Όταν είδα το αμόλυντο παιδί με πλάκωσε ο πόθος.
Με έκαιγε συνεχώς η ανέγγιχτη αγνότητα της
και η αμαρτία που υπόσχονταν τα νεαρά της μάτια.
Μπροστά στο δικαστή, εφτά καλόγριες σφίξανε
τα μαραμένα χέρια τους και δώδεκα πειθήνιοι
καλικάντζαροι με κρίνανε ως ένοχο.
Απόψε έχω γυρίσει στην διεφθαρμένη Κόρδοβα
και κοιτάζω νάβρω στα πλακόστρωτα δρομάκια
το κορίτσι με τις άγριες μαύρες μπούκλες.
Τσιγγάνες χορεύουνε φλαμένκο δίπλα στο ποτάμι
και πέντε μπουρδέλα και μια εκκλησιά στολίζουνε
κάθε γωνιά τής κολασμένης πόλης.
Πόρνες και παπάδες κι όλοι που ζουν στο περιθώριο
περπατούνε χέρι-χέρι και πληρώνουνε τα χρέη τους
στον Μαμωνά και τον Θεό.
Ο Αφηγητής Μεταμφιεσμένος ως ο Δον Κιχώτης:
Καλή μου κυρία Δουλτσινέα
που ακουμπάς στον φανοστάτη,
έχεις μήπως δει το κοριτσάκι
με τις άγριες μαύρες μπούκλες;
Έχει ηλιοκαμένους και λεπτούς μηρούς,
στήθη που όλο στάζουνε ηδονή
και χείλη φτιαγμένα γι' αμαρτία.
Η Πόρνη Μεταμφιεσμένη ως η Δουλτσινέα:
Αγαπητέ κύριε Δον Κιχώτη,
μόνο για ένα δουκάδο, μπορώ να γίνω
το ντροπαλό νεαρό κορίτσι
και αν θέλεις να μου δώσεις δυό,
μπορώ να γίνω η ποιο μικρή αδελφή της.
Ο Αφηγητής:
Πηγαίνουμε σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο.
Αγκομαχούμε και στριγγλίζουμε ξεδιάντροπα
ώσπου το κορίτσι με τις άγριες μαύρες μπούκλες,
επιτέλους γίνεται δικό μου.
Μα η ώρα για το δουκάδο σύντομα τελειώνει.
Μ' ένα ξέδοντο χαμόγελο γρήγορα βγάζει τη μάσκα,
παίρνει τα λεφτά και φεύγει να πάει βιαστικά
πίσω στο φανοστάτη.
Στο διπλανό δωμάτιο ένας παπάς θρηνεί.
Ο Παπάς Σε Απόγνωση:
Συγχώρεσε με Κύριε,
από τότε που ήτανε μικρό παιδί
την παρακολουθούσα από τον άμβωνα
και αμαρτούσα συνεχώς στη σκέψη
και όταν ήμουνa μόνος στο δωμάτιο μου
αμαρτούσα ασυγκράτητα στην πράξη.
Ο Αφηγητής:
Διεγερμένος πέρα από κάθε μέτρο
ο πάτερ μαστιγώνεται ανελέητα μέχρι
να στραγγίξει την κάθε ασεβή του επιθυμία
ώσπου τελικά καταρρέει στα γόνατά του.
Γονατιστός και εξαντλημένος
στο ξεθωριασμένο πάτωμα, λεκιασμένο
με φρέσκους και παλιούς λεκέδες,
εκλιπαρεί τη συγχώρεση του Κυρίου.
Το Τέλος Του Ποιήματος Του Νεκρού Ποιητή
Η αυλαία πέφτει, θερμό χειροκρότημα.
Το κοινό, σε ένα αυνανιστικό παροξυσμό φωνάζει:
“Κι άλλο κι άλλο...”
Ο Αφηγητής:
Κάποτε, πριν από πολύ καιρό,
όταν η λαγνεία ήτανε το ίδιο με αγάπη,
μια τσιγγάνα πήρε εραστή τον διάβολο.
Μαζί κάνανε ένα κορίτσι.
Στα δεκαπέντε της, οι άγριες μαύρες μπούκλες της,
τα παιχνιδιάρικα της χείλη και τα σφιχτά της στήθια,
τρελαίνανε τους άντρες.
Όταν είδα το αμόλυντο παιδί με πλάκωσε ο πόθος.
Με έκαιγε συνεχώς η ανέγγιχτη αγνότητα της
και η αμαρτία που υπόσχονταν τα νεαρά της μάτια.
Μπροστά στο δικαστή, εφτά καλόγριες σφίξανε
τα μαραμένα χέρια τους και δώδεκα πειθήνιοι
καλικάντζαροι με κρίνανε ως ένοχο.
Απόψε έχω γυρίσει στην διεφθαρμένη Κόρδοβα
και κοιτάζω νάβρω στα πλακόστρωτα δρομάκια
το κορίτσι με τις άγριες μαύρες μπούκλες.
Τσιγγάνες χορεύουνε φλαμένκο δίπλα στο ποτάμι
και πέντε μπουρδέλα και μια εκκλησιά στολίζουνε
κάθε γωνιά τής κολασμένης πόλης.
Πόρνες και παπάδες κι όλοι που ζουν στο περιθώριο
περπατούνε χέρι-χέρι και πληρώνουνε τα χρέη τους
στον Μαμωνά και τον Θεό.
Ο Αφηγητής Μεταμφιεσμένος ως ο Δον Κιχώτης:
Καλή μου κυρία Δουλτσινέα
που ακουμπάς στον φανοστάτη,
έχεις μήπως δει το κοριτσάκι
με τις άγριες μαύρες μπούκλες;
Έχει ηλιοκαμένους και λεπτούς μηρούς,
στήθη που όλο στάζουνε ηδονή
και χείλη φτιαγμένα γι' αμαρτία.
Η Πόρνη Μεταμφιεσμένη ως η Δουλτσινέα:
Αγαπητέ κύριε Δον Κιχώτη,
μόνο για ένα δουκάδο, μπορώ να γίνω
το ντροπαλό νεαρό κορίτσι
και αν θέλεις να μου δώσεις δυό,
μπορώ να γίνω η ποιο μικρή αδελφή της.
Ο Αφηγητής:
Πηγαίνουμε σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο.
Αγκομαχούμε και στριγγλίζουμε ξεδιάντροπα
ώσπου το κορίτσι με τις άγριες μαύρες μπούκλες,
επιτέλους γίνεται δικό μου.
Μα η ώρα για το δουκάδο σύντομα τελειώνει.
Μ' ένα ξέδοντο χαμόγελο γρήγορα βγάζει τη μάσκα,
παίρνει τα λεφτά και φεύγει να πάει βιαστικά
πίσω στο φανοστάτη.
Στο διπλανό δωμάτιο ένας παπάς θρηνεί.
Ο Παπάς Σε Απόγνωση:
Συγχώρεσε με Κύριε,
από τότε που ήτανε μικρό παιδί
την παρακολουθούσα από τον άμβωνα
και αμαρτούσα συνεχώς στη σκέψη
και όταν ήμουνa μόνος στο δωμάτιο μου
αμαρτούσα ασυγκράτητα στην πράξη.
Ο Αφηγητής:
Διεγερμένος πέρα από κάθε μέτρο
ο πάτερ μαστιγώνεται ανελέητα μέχρι
να στραγγίξει την κάθε ασεβή του επιθυμία
ώσπου τελικά καταρρέει στα γόνατά του.
Γονατιστός και εξαντλημένος
στο ξεθωριασμένο πάτωμα, λεκιασμένο
με φρέσκους και παλιούς λεκέδες,
εκλιπαρεί τη συγχώρεση του Κυρίου.
Το Τέλος Του Ποιήματος Του Νεκρού Ποιητή
Η αυλαία πέφτει, θερμό χειροκρότημα.
Το κοινό, σε ένα αυνανιστικό παροξυσμό φωνάζει:
“Κι άλλο κι άλλο...”
Τα θυμωμένα όπλα στη σκιά
αρχίζουν να κινούνται πάλι.
Σκοτώνουνε τον Δον,
σκοτώνουν το κορίτσι·
σκοτώνουνε τον πάτερ,
σκοτώνουν όλους τούς θεατές.
Μετά σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
ώσπου όλοι στην πόλη είναι νεκροί
πνιγμένοι σε ένα σάπιο στίβο
από σπασμένες λέξεις και όνειρα.
Ο ποιητής στον άδειο τάφο
με ένα δελφικό χαμόγελο στα χείλη
και με ένα φτερούγισμα της πένας
γράφει την τελευταία γραμμή:
“ΤΕΛΟΣ”
Τάκης Ζαχαρίου - Ποιήματα Γιαλούσα Κύπρος
αρχίζουν να κινούνται πάλι.
Σκοτώνουνε τον Δον,
σκοτώνουν το κορίτσι·
σκοτώνουνε τον πάτερ,
σκοτώνουν όλους τούς θεατές.
Μετά σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
ώσπου όλοι στην πόλη είναι νεκροί
πνιγμένοι σε ένα σάπιο στίβο
από σπασμένες λέξεις και όνειρα.
Ο ποιητής στον άδειο τάφο
με ένα δελφικό χαμόγελο στα χείλη
και με ένα φτερούγισμα της πένας
γράφει την τελευταία γραμμή:
“ΤΕΛΟΣ”
Τάκης Ζαχαρίου - Ποιήματα Γιαλούσα Κύπρος
Click here to read the English version of this poem Notes from Andalusia
Click here to read the English version of this poem Notes from Andalusia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου