Λήθη |
όμως εσύ σαι εξοργισμένη.
Σφυρίζεις, γιουχαΐζεις, ουρλιάζεις.
Σε ικετεύω, μη με διώξεις.
Δώσε μου άσυλο μες ‘τη μαυρίλα
της σκοτεινής σου ύπαρξης
και σώσε με απ’ τον θόρυβο.
Το Πρωινό Αστέρι και Το Πρώτο Φως
παλεύουν μπροστά μου ολημερίς.
Τα τέσσερα άλογα
—λευκά, κόκκινα, μαύρα και χλωρά—
καλπάζουν συνεχώς μέσα στο νου μου.
Σαπισμένα κορμιά και κρανία σπασμένα·
φωτιές, φλόγες, αρρώστιες και όξινη βροχή—
η σφαγή δεν έχει τελειωμό και κανένας πια
δεν νοιάζεται ποιος έριξε την βόμβα πάνω
στα κίτρινα παιδάκια.
Οι ανόητοι ντυμένοι στ’ άσπρα νομίζουν
πως μπορούν να σταματήσουν τις φωνές
μες ‘το μυαλό μου.
Μ’ έχουνε δει, δεν μπορώ πια να κρυφτώ.
Τα θηρία έρχονται, νάτα, καβάλα στον λευκό
ορίζοντα.
Φύγετε, έξω απ’ το κεφάλι μου, φωνάζω.
Μα κανένας δεν μ’ ακούει.
Σε φιλώ στα χείλη—αλμύρα και αλάτι.
Είμαι σίγουρος, δάκρυα δεν είναι αυτά.
‘Όμως είναι πια πολύ αργά για αμφιβολίες.
Οι ανόητοι ντυμένοι στ’ άσπρα νομίζουν
πως μπορούν να σταματήσουν τις φωνές
μες ‘το μυαλό μου.
Μ’ έχουνε δει, δεν μπορώ πια να κρυφτώ.
Τα θηρία έρχονται, νάτα, καβάλα στον λευκό
ορίζοντα.
Φύγετε, έξω απ’ το κεφάλι μου, φωνάζω.
Μα κανένας δεν μ’ ακούει.
Σε φιλώ στα χείλη—αλμύρα και αλάτι.
Είμαι σίγουρος, δάκρυα δεν είναι αυτά.
‘Όμως είναι πια πολύ αργά για αμφιβολίες.
Σε κοιτώ στα μάτια—σκοτεινιά και πάγος—
και πέφτω στην αγκαλιά σου αδίστακτα:
και πέφτω στην αγκαλιά σου αδίστακτα:
Άβυσσος και λήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου