Ο Κάτω Κόσμος |
—ακάλεστος κι ανηλεής—
ήρθε ΄να μεσημέρι
στα μέσα τού καλοκαιριού.Μολυβένιος ο ουρανός
Μολυβένιος ο ήλιος
Μολυβένια η μέρα.
Το μικρό κορίτσι
με ΄να τάλιρο στο στόμα
περιμένει τον βαρκάρη
να σαλπάρουν για την Στύγα.
Ατέλειωτη η νύχτα
δίχως αστέρια και φεγγάρι·
χαμόγελα φρικιαστικά,
σαγόνια χωρίς χείλη
και κρανία δίχως μάτια
γυαλίζουν κάτω στο βυθό.
Μπροστά της βλέπει
όλους που πέθαναν νωρίς—
τους προδομένους στον έρωτα
χιλιάδες άχαρες παρθένες
και μάνες με μικρά παιδιά.
Στην Πύλη, ο Άρχοντας
καραδοκεί με δώρο ρόδι και νερό.
Το κορίτσι τρώει το φρούτο
πίνει το νερό της Λήθης
κι ο Κέρβερος και οι σκιές
μοιρολογούν τον άδικον χαμό της.
ήρθε ΄να μεσημέρι
στα μέσα τού καλοκαιριού.Μολυβένιος ο ουρανός
Μολυβένιος ο ήλιος
Μολυβένια η μέρα.
Το μικρό κορίτσι
με ΄να τάλιρο στο στόμα
περιμένει τον βαρκάρη
να σαλπάρουν για την Στύγα.
Ατέλειωτη η νύχτα
δίχως αστέρια και φεγγάρι·
χαμόγελα φρικιαστικά,
σαγόνια χωρίς χείλη
και κρανία δίχως μάτια
γυαλίζουν κάτω στο βυθό.
Μπροστά της βλέπει
όλους που πέθαναν νωρίς—
τους προδομένους στον έρωτα
χιλιάδες άχαρες παρθένες
και μάνες με μικρά παιδιά.
Στην Πύλη, ο Άρχοντας
καραδοκεί με δώρο ρόδι και νερό.
Το κορίτσι τρώει το φρούτο
πίνει το νερό της Λήθης
κι ο Κέρβερος και οι σκιές
μοιρολογούν τον άδικον χαμό της.
Ένα ποίημα στη σειρά δεκατρείς μεταξωτές μπαλάντες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου